- ἀχειροποίητος
- 886 ἀχειροποίητος{прил., 3}нерукотворенный, нерукотворный (Мк. 14:58; 2Кор. 5:1; Кол. 2:11).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
ἀχειροποίητος — not made by hands masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχειροποίητος — η, ο (AM ἀχειροποίητος, ον) (συνήθως για εικόνες) εκείνος τον οποίο δεν κατασκεύασε χέρι ανθρώπου αρχ. φρ. «ἀχειροποίητος περιτομή» πνευματική περιτομή (Απ. Παύλος) … Dictionary of Greek
αχειροποίητος — η, ο αυτός που δεν έγινε από ανθρώπινο χέρι: Μερικές εικόνες θεωρούνται αχειροποίητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχειροποιήτως — ἀχειροποίητος not made by hands adverbial ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροποίητον — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem acc sg ἀχειροποίητος not made by hands neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροποιήτοις — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροποιήτου — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροποιήτους — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροποιήτων — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροποιήτῳ — ἀχειροποίητος not made by hands masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειροποίητα — ἀχειροποίητος not made by hands neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)